- ποδάγρα
- Νόσος που οφείλεται σε εναπόθεση ουρικού οξέος στους ιστούς. Έχει ιδιοσυστατικό κληρονομικό χαρακτήρα και εκδηλώνεται κυρίως με επαναλαμβανόμενα επεισόδια οξείας αρθρίτιδας, που συχνότερα προσβάλλει τη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση του μεγάλου δάχτυλου του άκρου ποδιού και τις άλλες αρθρώσεις των άκρων. Στο αίμα συνυπάρχει αύξηση του ουρικού οξέος (υπερουριχαιμία), ιδίως κατά τη διάρκεια των παροξυσμών. Τα αίτια της εναπόθεσης του ουρικού οξέος, φυσιολογικού προϊόντος του μεταβολισμού των πουρινών είναι ακόμα άγνωστα· οι ιστοί αντιδρούν με μη ειδικά φαινόμενα φλεγμονής που, όταν ενδιαφέρουν τις αρθρώσεις, προκαλούν τις τυπικές εκδηλώσεις της νόσου. Οι εναποθέσεις του ουρικού οξέος, κυρίως στις αρθρώσεις και στο πτερύγιο του αυτιού, σχηματίζουν όζους που ονομάζονται τόφοι. Η ποδάγρα εμφανίζεται συχνότερα στους άνδρες και στα άτομα που ζουν καθιστική ζωή, ιδίως αν συνδυάζουν κατάχρηση τροφής και οινοπνευματωδών.
* * *η, ΝΜΑχρόνια νόσος, προσβολή τής πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής αρθρώσεως τού ποδιού από ουρική αρθρίτιδααρχ.1. παγίδα για σύλληψη θηραμάτων από τα πόδια («δουλοῡν ὗς ἀγρίους πλέγμασιν... ἐλάφους τε ποδάγραις καὶ ἁρπεδόναις», Ξεν.)2. (ως κύριο ὁν.) Ποδάγραπροσωνυμία τής Αρτέμιδος («ἔστι δὲ καὶ Ποδάγρας ἄλλης Ἀρτέμιδος ἐν τῇ Λακωνικῇ ἱερόν», Κλήμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἄγρα «κυνήγι, πιάσιμο». Η λ. χρησιμοποιείται και με τη σημ. «παγίδα» (πρβλ. γαλε-άγρα, μυ-άγρα) και με σημ. «νόσος τών ποδιών» (πρβλ. χειρ-άγρα)].
Dictionary of Greek. 2013.